λόγιο(ν)

λόγιο(ν)
το (AM λόγιον)
λόγος, φράση, γνωμικό, ρητό, απόφθεγμα
(μσν.-αρχ.)
1. το μαντικό επιστήθιο που φορούσαν οι Εβραίοι αρχιερείς, λογείον
2. φρ. «λόγια Κυρίου» ή «λόγια Θεοῡ» ή «θεῑα λόγια» ή, απλώς, «λόγια» — ρητά που αποδίδονται στον Θεό ή στον Ιησού Χριστό
αρχ.
1. χρησμός σε πεζό λόγο (α. «ταύτην δὲ τὴν νῆσον Λακεδαιμόνιοί φασι λόγιον εἶναι κτίσαι», Ηρόδ.
β. «πολλά λόγια ἐλέγετο, πολλά δὲ χρησμολόγοι ᾖδον», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. λόγιος, -ία, -ον
βλ. και λ. λόγια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… …   Dictionary of Greek

  • θεσμολόγιο — το η συλλογή θεσμών, δηλ. διαταγμάτων, νόμων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + λόγιο < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. ανθο λόγιο, εορτο λόγιο). Η λ. στον λόγιο τ. θεσμολόγιον μαρτυρείται στον Ανδρέα Μουστοξύδη] …   Dictionary of Greek

  • λεξιλόγιο — Το σύνολο των λέξεων μιας γλώσσας, οι νεολογισμοί, οι διάλεκτοι, η αργκό, η ορολογία της κλπ. Ο όγκος και η σύνθεση ενός λ. εξαρτώνται από τον χαρακτήρα και την ικανότητα εξέλιξης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής των φορέων της.… …   Dictionary of Greek

  • ευχολόγιο — το (Μ εὐχολόγιον) βιβλίο που περιέχει τις διάφορες τελετουργικές ακολουθίες, καθώς και τις ευχές για κάθε περίπτωση (ένα από τα κυριότερα λειτουργικά βιβλία τής Ορθόδοξης Εκκλησίας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευχή + λόγιο (< λόγος < λέγω), πρβλ. ημερο… …   Dictionary of Greek

  • ζυγολόγιο — το εμπορικό βιβλίο ή απλή κατάσταση στην οποία σημειώνονται τα βάρη τών εμπορευμάτων που ζυγίζονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + λόγιο (< λόγος < λέ γω), πρβλ. δειγματο λόγιο, ημερο λόγιο] …   Dictionary of Greek

  • κοστολόγιο — το βιβλίο στο οποίο καταχωρίζονται οι άμεσες και έμμεσες δαπάνες που συναποτελούν το κόστος παραγωγής ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόστος (ΙΙ) + λόγιο (< λόγος < λέγω), πρβλ. ευχο λόγιο, ημερο λόγιο] …   Dictionary of Greek

  • κτηματολόγιο — Δημόσιος κατάλογος που περιλαμβάνει τη γενική καταγραφή, τη μέτρηση και την εκτίμηση των ακινήτων μιας χώρας. Με τον ίδιο όρο δηλώνεται επίσης το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες επιτυγχάνεται η αποτύπωση, προκειμένου να γίνει η κατανομή της… …   Dictionary of Greek

  • λιμενολόγιο — το λιμενοδείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, ένος + περιληπτ. κατάλ. λόγιο (< λόγος < λέγω), πρβλ. ευχο λόγιο, ημερο λόγιο] …   Dictionary of Greek

  • τιμολόγιο — το, Ν 1. πίνακας τιμών τών διαφόρων προϊόντων και υπηρεσιών μιας επιχείρησης, αλλ. τιμοκατάλογος 2. εμπορικό έγγραφο που περιέχει τους όρους πώλησης εμπορευμάτων ή παροχής υπηρεσιών, την τιμή, την ποσότητα και την ποιότητα τών ειδών, την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”